επικρούω

επικρούω
επίκρουσα και επέκρουσα, επικρούστηκα, επικρουσμένος, μτβ.
1. χτυπώ κάτι επάνω ή από επάνω.
2. (ιατρ.), εξετάζω τον άρρωστο με επίκρουση (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επικρούω — (AM ἐπικρούω) χτυπώ κάτι από πάνω («ἐπικρούεις τὸν ἦλον» χτυπάς το καρφί) νεοελλ. εξετάζω ασθενή με επίκρουση αρχ. 1. χτυπώ δυνατά («χθόνα βάκτροις ἐπικρούσαντες») 2. εμπαίζω, χλευάζω 3. επικροτώ …   Dictionary of Greek

  • ἐπικρουόμενον — ἐπικρούω pres part mp masc acc sg ἐπικρούω pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικροῦον — ἐπικρούω pres part act masc voc sg ἐπικρούω pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικρούει — ἐπικρούω pres ind mp 2nd sg ἐπικρούω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικρούουσι — ἐπικρούω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπικρούω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέκρουον — ἐπικρούω imperf ind act 3rd pl ἐπικρούω imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεκρούσω — ἐπικρούω aor ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικεκρουμένως — ἐπικρούω perf part mp masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικρουομένην — ἐπικρούω pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικρουσθείη — ἐπικρούω aor opt pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”