- επικρούω
- επίκρουσα και επέκρουσα, επικρούστηκα, επικρουσμένος, μτβ.1. χτυπώ κάτι επάνω ή από επάνω.2. (ιατρ.), εξετάζω τον άρρωστο με επίκρουση (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.